(εικόνα)
Ταξίδευα που λες, μ’ ένα σκαρί ψηλό, όπως πάντα.
στους αιθέρες. Κύματα ανέμου πουθενά, άπνοια γύρω και γαλήνη.
Και ξάφνου, σ’ένα σύννεφο εκεί δα, ένα μπουκάλι,
με φελλό και σπάγγο γύρω-γύρω, μου γνέφει λες -και
πάω να δω.
Βγάζω το σπάγκο,το φελλό και παίρνω από μέσα ένα χαρτί
-ποιός τάχα, λέω ναυαγός ν’ άφησε μήνυμα εδώ
πάνω…
Ανοίγω το χαρτί, λέξη, αράδα πουθενά, μόνο ένα SOS σε
μια γωνιά και μια μουντζούρα κάτω δεξιά -λες να ‘ναι
υπογραφή; -με γράμματα όλα κι όλα ένα ή δύο.
΄Ησουν εσύ;
(εικόνα)
Τα δάχτυλά σου μ’ακουμπούν -τα νιώθω, να τα δίπλα.
Η ανάσα σου χοροπηδά, κομμένη, ξαναμμένη.
Η αγκαλιά σου ανοιχτή, απόχη πόθου ωρίμου
Στα μάτια σου αγωνιά για μια σταγόνα η δίψα…
Και ξαφνικά, πάω, χάνομαι, στο χάος ταξιδεύω.
Κι εσύ, ως Σίσυφος κατρακυλάς σε σκοτεινά κενά και
μύριες απορίες.
Όμως έτσι είμ’ εγώ -το ξέρεις, δεν το ξέρεις;
Εκεί που φεύγω, αγαπώ -για σένα δραπετεύω.
Γιατί -ρώτα κι αλλού, θα δεις:
Πιο όμορφο είναι να ζεις όχι μαζί, αλλά για μένα.
όπως και κάθε χρόνο τέτοια μέρα,
«Σελίδα 4, αριστερά κάτω… «